- έκρηγμα
- ἔκρηγμα, το (Α)1. απόσχισμα από κάτι2. χαράδρα3. ορμητική εκροή4. υδρορρόη, καταρράχτης5. ιατρ. φλύκταινα, εξάνθημα.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ἔκρηγμα — piece torn off neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐκρήγμασι — ἔκρηγμα piece torn off neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐκρήγμασιν — ἔκρηγμα piece torn off neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐκρήγματα — ἔκρηγμα piece torn off neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐκρήγματος — ἔκρηγμα piece torn off neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φλεγματόεις — εσσα, εν, Α (κατά τον Ησύχ.) «φλεγματόεν ἔκρηγμα, τὸ τῆς φλογὸς ἔκρηγμα». [ΕΤΥΜΟΛ. < φλέγμα, ατος + κατάλ. όεις*] … Dictionary of Greek
СИРБОНИДСКОЕ ОЗЕРО — • Σιρβωνίδος λίμνη или η̉ Σιρβωνὶς и Σερβωνὶς, в Нижнем Египте, простирается на восток от Герры на протяжении 200 стадий, приблизительно до Риноколуры, вдоль Средиземного моря, с которым соединяется истоком ( έκρηγμα). Оно было… … Реальный словарь классических древностей
υφαλέκρηγμα — το, Ν καθένας από τους πλώιμους πόρους που διακόπτουν τη συνέχεια υφαλοταινίας ή βρίσκονται μεταξύ ερμάτων αποτελώντας κίνδυνο για τα πλοία. [ΕΤΥΜΟΛ. < ύφαλος + έκρηγμα] … Dictionary of Greek